- φιλοπότις
- φῐλο-πότις, ιδος, fem. of φιλοπότης, Ael.VH2.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοπότις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπότις — ιδος, η, ΝΜΑ βλ. φιλοπότης … Dictionary of Greek
φιλοπότης — ο, θηλ. φιλοπότις, ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α αυτός που τού αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο πότης, ενώ ο τ. φιλο πώτης με β συνθετικό πώτης (< θ. πω… … Dictionary of Greek